- κνεφάζω
- κνεφάζω (Α) [κνέφοις]καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζω («οἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνεφάσῃ — κνεφάζω cloud over aor subj mid 2nd sg κνεφάζω cloud over aor subj act 3rd sg κνεφάζω cloud over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνεφάσειε — κνεφάζω cloud over aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… … Dictionary of Greek